- παράφθεγμα
- τὸ, Α [παραφθέγγομαι]1. προσθήκη μιας τροποποιήσεως στον λόγο ή σε ομιλία εν παρόδω, εκ τού προχείρου, παρέργως2. τυχαίος λόγος3. αυτό που ειπώθηκε εσφαλμένα, το ψευδές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράφθεγμα — qualification added neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθεγμάτων — παράφθεγμα qualification added neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθέγμασι — παράφθεγμα qualification added neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθέγματα — παράφθεγμα qualification added neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθέγματος — παράφθεγμα qualification added neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)